κυτταρόχρωμα

κυτταρόχρωμα
το
βλ. κυτόχρωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυτόχρωμα — Ομάδα πρωτεϊνών που παίζουν σημαντικό ρόλο στη μεταφορά ενέργειας στα κύτταρα. Τα κ. έχουν ως προσθετική ομάδα διάφορες πορφυρίνες που φέρουν σίδηρο και χαρακτηρίζονται με τη γενική ονομασία αίμη. Η αίμη αποτελεί προσθετική ομάδα και άλλων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”